Στο σκεπτικό της απόφασης, οι επτά δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σημείωσαν ότι αν και οι ένορκοι της δίκης, «έπραξαν λογικά, βάσει όλου του εύρους των αποδείξεων», θα έπρεπε να αναλογιστούν και το ενδεχόμενο της αθωότητας του και κατά συνέπεια να μην τον καταδικάσουν.
Ο καρδινάλιος Πελ, είχε εφεσιβάλει κατά της καταδικαστικής απόφασης, στο Εφετείο, το οποίο, ωστόσο απέρριψε την έφεση του. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σημειώνει ότι η πλειοψηφία των Εφετών δεν εξέτασε επί της ουσίας το ερωτηματικό της πιθανής αμφιβολίας ενοχής. Όπως είναι γνωστό, βάσει ποινικής δικονομίας, ένας κατηγορούμενος πρέπει να κριθεί ένοχος πέρα από κάθε αμφιβολία.
Ο 78-χρονος καθολικός ιεράρχης είχε καταδικαστεί σε εξάχρονη ποινή φυλάκισης, αφότου κρίθηκε ένοχος για την κακοποίηση δύο παιδιών της χορωδίας του καθεδρικού ναού του Αγίου Πατρικίου, τη δεκαετία του ’90, όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος της καθολικής εκκλησίας, στη Μελβούρνη.
Εξέτιε, υποχρεωτική κάθειρξη τουλάχιστον 3 ετών και οκτώ μηνών, στο σωφρονιστικό κατάστημα Barwon, στην πολιτεία της Βικτώριας, απ’ όπου απελευθερώθηκε σήμερα.
Με σημερινή γραπτή ανακοίνωση, ο καρδινάλιος Πελ, δήλωσε ότι πάντα διατράνωνε την αθωότητα του και ότι υπέστη «σοβαρή αδικία».
«Η δίκη μου δεν ήταν ένα δημοψήφισμα για την καθολική εκκλησία, ούτε ένα δημοψήφισμα για το πώς οι εκκλησιαστικές αρχές στην Αυστραλία χειρίστηκαν τα εγκλήματα παιδεραστίας στην εκκλησία», αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανακοίνωση
«Το θέμα, ήταν κατά πόσο διέπραξα αυτά τα φοβερά εγκλήματα, κάτι που δεν έπραξα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.